EINE SPRACHE WERD ICH FINDEN
Eine Sprache werd' ich finden, die durch Schweigen spricht
und so werd' ich aushalten, was du mir noch nicht gesagt hast
Und auch niemals sagen wirst.
Eine Sprache werd' ich finden, die das aushält, was ich lebe
Und was immer sie auch sagt, hört sich nicht banal an
Denn, mein Liebstes, sie wird von dir reden.
Eine Sprache werd' ich finden, seit langem schon vergessen
In uneigennützigem und auch reinem Wasser
Deine Spuren zu besingen.
Eine Sprache werd' ich finden sie der Zeit zu überlassen
Und sie wird sich ausbreiten mächtig auf manch' heilige Orte
Dort, wo Eros seinen Samen versteckt halten wird.
Eine Sprache werd' ich finden, die noch nicht besiegt sein wird
Mit nur einem Wort, damit sie sich fest halten kann,
Deinen Namen, der auch mein Name wird.
(in meiner Übertragung)
ΘΑ ΒΡΩ ΜΙΑ ΓΛΩΣΣΑ
Θα βρω μια γλώσσα να μιλάει με σιωπή
Έτσι μπορεί ν’ αντέξω όσα δε μου ’χεις πει
Κι όσα δεν πρόκειται ποτέ να πεις ακόμα.
Θα βρω μια γλώσσα να αντέχει αυτό που ζω
Κι ό,τι κι αν λέει να μη φαίνεται πεζό
Αφού, αγάπη μου, για σένα θα μιλάει.
Θα βρω μια γλώσσα ξεχασμένη από καιρό
Μέσα σε άδολο κι αμόλευτο νερό
Να τραγουδήσω τις πατημασιές που αφήνεις.
Θα βρω μια γλώσσα να αφήσω στους καιρούς
Κι αυτή ν’ απλώνεται σε τόπους ιερούς
Εκεί που ο έρωτας το σπέρμα του θα κρύβει.
Θα βρω μια γλώσσα να μην έχει ηττηθεί
Μια μόνη λέξη να ’χει για να κρατηθεί
Το όνομά σου, όνομά μου που θα γίνει.
(από τη συλλογή του «πάνω στο σώμα σου», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις μικρή άρκτος)
Mittwoch, 21. Mai 2014
Donnerstag, 8. Mai 2014
CHLOE KOUTSOUMBELLI * ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
Kannst du mir Freude
schenken? fragte sie ihn.
Sie waren beide in
einem kleinen Haus, am Rande eines April, in Paris. Er malte Früchte
und Wein, damit sie es miteinander teilten.
Sie waren beide sehr
leicht mit den Restkleidern der Nacht angezogen. Eine kleine Zitrone
blühte in ihren Haaren. Sie hatten sich noch nie berührt und
trotzdem hatten sie gerade ein Holzbett am Rande eines Abgrunds
geteilt.
Ich weiß nicht, sagte
er ernst. Es hängt davon ab, wie sehr du dich vor mir fürchtest.
Aber wirst du es mit
mir aushalten? beharrte sie. Du weißt doch, nicht alle sind so
tapfer. Manche sehnen sich nach etwas Festem, sie wollen einen klaren
Rahmen sehen; wenn sie Frau sagen, sollst du da sein, auf einem Stuhl
am Boden festgenagelt, anwesend, vorbestimmt, glaubwürdig in ihrer
Hände Form, kontrolliert und kontrollierbar und vor allem ohne
Überraschungen, die das sichere Gleichgewicht bedrohen; ich aber war
schon immer trüb und wechselte ständig, mal Dunst mal Eis mal Wolke
und entwich durch kleine Schlüssellöcher und verflüchtigte mich im
Nebel. Doch wenn ich liebte, konnte ich mich mit meinem ganzen Wesen
hingeben. Denn Liquidität setzt Kondension voraus.
Ich will, dass du mir
die Schattierungstechnik beibringst, sagte er ihr mutig.
Und sο verbrachten sie
den Frühling zusammen in Paris.
foto: Ronny (Spiegelperplex), Ponts Des Arts, Paris 2014
Μπορείς να μου
δώσεις την χαρά; τον ρώτησε.
Βρίσκονταν οι δυο σ’ ένα μικρό σπίτι, στην άκρη ενός Απρίλη, στο Παρίσι. Αυτός ζωγράφιζε φρούτα και κρασί για να τα μοιραστούν.
Ήταν και οι δύο πολύ ελαφρά ντυμένοι με τα αποφόρια της νύχτας. Ένα μικρό λεμόνι άνθιζε στα μαλλιά της. Δεν είχαν αγγιχτεί ποτέ παρόλα αυτά είχαν μόλις μοιραστεί ένα ξύλινο κρεβάτι πάνω από έναν γκρεμό.
Δεν ξέρω, είπε αυτός σοβαρά. Εξαρτάται από το πόσο με φοβάσαι.
Μπορείς όμως να με αντέξεις; επέμενε αυτή. Δεν είναι όλοι τόσο γενναίοι ξέρεις. Κάποιοι λαχταρούν την σταθερότητα, θέλουν να βλέπουν το καθαρό περίγραμμα, να λεν γυναίκα και να είσαι καρφωμένη εκεί σε μία καρέκλα στο πάτωμα, παρούσα, καθορισμένη, αξιόπιστη στο σχήμα των χεριών τους, ελεγχόμενη και ελέγξιμη και προπαντός χωρίς εκπλήξεις που απειλούν την ασφαλή ισορροπία κι εγώ πάντα ήμουν αχνή κι άλλαζα συνέχεια πότε ατμός πότε πάγος πότε σύννεφο και διέφευγα από μικρές κλειδαρότρυπες και διαχεόμουν στην ομίχλη. Όταν όμως αγαπούσα μπορούσα να δοθώ με όλη την ουσία μου. Γιατί η ρευστότητα προϋποθέτει την συμπύκνωση.
Θέλω να μου μάθεις την τέχνη των φωτοσκιάσεων, της είπε αυτός θαρραλέα.
Κι έμειναν μαζί Άνοιξη στο Παρίσι.
Βρίσκονταν οι δυο σ’ ένα μικρό σπίτι, στην άκρη ενός Απρίλη, στο Παρίσι. Αυτός ζωγράφιζε φρούτα και κρασί για να τα μοιραστούν.
Ήταν και οι δύο πολύ ελαφρά ντυμένοι με τα αποφόρια της νύχτας. Ένα μικρό λεμόνι άνθιζε στα μαλλιά της. Δεν είχαν αγγιχτεί ποτέ παρόλα αυτά είχαν μόλις μοιραστεί ένα ξύλινο κρεβάτι πάνω από έναν γκρεμό.
Δεν ξέρω, είπε αυτός σοβαρά. Εξαρτάται από το πόσο με φοβάσαι.
Μπορείς όμως να με αντέξεις; επέμενε αυτή. Δεν είναι όλοι τόσο γενναίοι ξέρεις. Κάποιοι λαχταρούν την σταθερότητα, θέλουν να βλέπουν το καθαρό περίγραμμα, να λεν γυναίκα και να είσαι καρφωμένη εκεί σε μία καρέκλα στο πάτωμα, παρούσα, καθορισμένη, αξιόπιστη στο σχήμα των χεριών τους, ελεγχόμενη και ελέγξιμη και προπαντός χωρίς εκπλήξεις που απειλούν την ασφαλή ισορροπία κι εγώ πάντα ήμουν αχνή κι άλλαζα συνέχεια πότε ατμός πότε πάγος πότε σύννεφο και διέφευγα από μικρές κλειδαρότρυπες και διαχεόμουν στην ομίχλη. Όταν όμως αγαπούσα μπορούσα να δοθώ με όλη την ουσία μου. Γιατί η ρευστότητα προϋποθέτει την συμπύκνωση.
Θέλω να μου μάθεις την τέχνη των φωτοσκιάσεων, της είπε αυτός θαρραλέα.
Κι έμειναν μαζί Άνοιξη στο Παρίσι.
Abonnieren
Posts (Atom)
KOSTAS GOULIAMOS * ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ, Die gefrorenen Länder der Nomaden
Die gefrorenen Länder der Nomaden Ohne das wilde Meer eine Straße die den Abgrund aufsaugt ohne ein zärtliches Rasiermesser Musik, die kaum ...
-
DIE SEUCHE UND DIE STADT (GLEICHENDEND) Siehst du es? Es kriecht ohne Beine in sein Loch Es freut sich Hörer von Beschreibun...
-
FÜR DICH, FÜR MICH Für dich bin ich ein Körper Für mich bist du etwas mehr, sagen wir mal das Paradies Ich bin eine kurze Pause Du bist ...
-
VORWORT Ich dachte, ich schreibe die Erinnerungen auf. Nach der Deformation werde ich nichts mehr haben, was ich dir schenken ...